- ὠτόλικνοι
- ὠτόλικνοςwith ears as large as a winnowing-fanmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωτόλικνος — ον, Μ 1. αυτός που έχει αφτιά όμοια στο μέγεθος με λίκνο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὠτόλικνοι ονομασία ινδικού λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λίκνον] … Dictionary of Greek